Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

B2C e-Commerce: Τι αλλάζει με τη νέα νομοθεσία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισάγει νέες ρυθμίσεις στο δίκαιο περί προστασίας των καταναλωτών που αφορούν ουσιαστικά σε κάθε μορφή B2C εμπορικής συναλλαγής (δηλ. τόσο όσες γίνονται σε φυσικά εμπορικά καταστήματα όσο και σε όσες γίνονται μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου). 
Οι ρυθμίσεις αυτές, όταν εναρμονιστούν, θα ισχύουν οι ίδιες σε όλες τις χώρες της ΕΕ, γεγονός που αυξάνει εντέλει την νομική ασφάλεια των εταιρειών όταν διενεργούν διασυνοριακές συναλλαγές σε χώρες της ΕΕ.
Επομένως, ιδίως για το χώρο του e-commerce η νέα αυτή Οδηγία (που αντικαθιστά το προϊσχύον δίκαιο για τις εξ αποστάσεως συμβάσεις – δηλ. την Οδηγία 97/7/ΕΚ) είναι πάρα πολύ σημαντική δεδομένου ότι μια ηλεκτρονική επιχείρηση θα γνωρίζει εξαρχής ότι για το διασυνοριακό B2C e-commerce θα ισχύουν οι ίδιες ακριβώς ρυθμίσεις και στις 27 χώρες της ΕΕ. Πρόθεση της Οδηγίας είναι αφενός να ομογενοποιηθεί η προστασία των καταναλωτών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και αφετέρου να ενισχυθούν οι διασυνοριακές συναλλαγές με τη δημιουργία ενός νομικού πλέγματος ασφαλείας και βεβαιότητας που δεν θα δημιουργεί σύγχυση και ανασφάλεια στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, αλλά και στους καταναλωτές.
Ειδικότερα, οι σημαντικότερες διατάξεις προβλέπουν συνοπτικά τα ακόλουθα:
Το ηλεκτρονικό κατάστημα οφείλει (εκτός των άλλων βασικών πληροφοριών) πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής (δηλ. πριν από το πάτημα του κουμπιού order/παραγγελία) από τον καταναλωτή/πελάτη να τον έχει ήδη ενημερώσει για τη συνολική αξία των προϊόντων ή των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των φόρων και στην περίπτωση που η τιμή δεν μπορεί να υπολογιστεί εκ των προτέρων λόγω της φύσεως των προϊόντων, τον ακριβή τρόπο με τον οποίο μπορεί αυτή να υπολογιστεί μετέπειτα κλπ. Επίσης, προβλέπεται ότι θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο σύνολο της τιμής όλες οι τυχόν πρόσθετες οικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή, τα έξοδα αποστολής, παράδοσης ή ταχυδρομείου καθώς επίσης να παρέχονται και όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο πληρωμής και τον τόπο και τρόπο εκτέλεσης της σύμβασης.
Ιδιαίτερα αναφορικά με τις πρόσθετες οικονομικές επιβαρύνσεις σε βάρος των καταναλωτών, η νέα Οδηγία απαγορεύει πλέον ρητά τους ηλεκτρονικούς εμπόρους να χρεώνουν τους καταναλωτές για τη χρήση κάποιου συγκεκριμένου μέσου πληρωμής επιπρόσθετη δαπάνη που να υπερβαίνει το κόστος χρήσης του ιδίου μέσου πληρωμής από τον έμπορο. Επί παραδείγματι, τούτο θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις της είσπραξης του τιμήματος με αντικαταβολή (όπου οι προμηθευτές συνήθως χρεώνουν ένα επιπλέον κόστος για την παροχή της υπηρεσίας αντικαταβολής από τον μεταφορέα). Με βάσει τη νέα διάταξη το όποιο επιπλέον κόστος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το κόστος χρήσης του μέσου αυτού πληρωμής από τον έμπορο (δηλ. ο έμπορος να μην αποκομίζει κέρδος από την επιπρόσθετη αυτή δαπάνη).
Επίσης η Οδηγία αυτή κάνει για πρώτη φορά και ειδική αναφορά σε ειδικότερες μορφές ηλεκτρονικών συναλλαγών (όπως λ.χ. το m-commerce) προβλέποντας ρητά ότι (άρθρο 8 παρ. 4) ότι σε περίπτωση που υπάρχει τεχνική δυσκολία λόγω έλλειψης του απαραίτητου χώρου που χρειάζεται στην ιστοσελίδα για την λεπτομερή έκθεση όλων των πληροφοριών που απαιτεί ο νόμος, τότε η ηλεκτρονική επιχείρηση θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε να περιλαμβάνεται σε εμφανές σημείο της ιστοσελίδας ένα link σε άλλη ιστοσελίδα όπου θα υπάρχουν εκεί διαθέσιμες οι αναγκαίες πληροφορίες ώστε να το επισκεφτεί ο καταναλωτής αν το επιθυμεί.
Περαιτέρω, η νέα Οδηγία απαιτεί πλέον από τις ηλεκτρονικές επιχειρήσεις να αναδιαμορφώσουν την ιστοσελίδα τους έτσι ώστε οι υποψήφιοι αγοραστές να κατανοούν με ρητό και σαφή τρόπο ότι όταν υποβάλλουν την παραγγελία τους αυτή επιφέρει ως επακόλουθο αποτέλεσμα την δέσμευσή τους με υποχρέωση πληρωμής στον προμηθευτή. Aναφέρεται, μάλιστα, ειδικά και συγκεκριμένα ότι όταν η παραγγελία συντελείται με την ενεργοποίηση ενός κουμπιού (π.χ. κλικάρισμα πάνω σε ένα κουμπί που λέει παραγγελία/order)) τότε θα είναι πλέον αναγκαίο το κουμπί αυτό να φέρει με ευκρίνεια την ένδειξη «παραγγελία με υποχρέωση πληρωμής» ή κάποια αντίστοιχης σημασίας ένδειξη. Η προϋπόθεση αυτή είναι αναγκαία προκειμένου να θεωρηθεί η ηλεκτρονική αγοραπωλησία ως έγκυρη καθώς στην περίπτωση που η ηλεκτρονική επιχείρηση δεν έχει μεριμνήσει για το παραπάνω ζήτημα, ο αγοραστής δεν θα δεσμεύεται από την παραγγελία του!
Στο ίδιο προστατευτικό προς τον καταναλωτή πνεύμα, η Οδηγία 2011/83 εισάγει με το άρθρο 22 μια νέα καινοτόμα ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους προμηθευτές να «υφαρπάζουν» την συγκατάθεσή των καταναλωτών από προ-επιλεγμένα κουμπιά (pre-ticked checkboxes), όπου για να μην χρεωθεί επιπρόσθετα ο καταναλωτής έπρεπε, έως τώρα, να φροντίζει ο ίδιος να απορρίψει την ήδη προκαθορισμένη από τον έμπορο επιλογή. Επί παραδείγματι, αν μια υπηρεσία προσφέρεται λ.χ. με επιπρόσθετο κόστος ασφάλισης (αν το επιθυμεί ο καταναλωτής), απαγορεύεται πλέον η εταιρεία να έχει προεπιλέξει το κουμπί που αποδέχεται την ασφάλιση αυτή ώστε ο καταναλωτής να πρέπει ο ίδιος να απορρίψει την επιλογή αυτή προκειμένου να μην χρεωθεί.
Εναρμονίζεται πλέον για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ως χρόνος αναιτιολόγητης υπαναχώρησης του καταναλωτή από την ηλεκτρονική αγοραπωλησία σε 14 ημέρες. Ο χρόνος της υπαναχώρησης άρχεται: α) για τις υπηρεσίες: με τη σύναψη της σύμβασης και β) για τα προϊόντα: από την ημέρα που ο καταναλωτής ή ένα τρίτο πρόσωπο που υποδεικνύεται από αυτόν (π.χ. σε περίπτωση αποστολής ενός δώρου) αποκτά τη φυσική κατοχή των αγαθών. Μέσα στην προθεσμία αυτή οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να υπαναχωρήσουν από την αγοραπωλησία χωρίς την υποχρέωση να αναφέρουν τους λόγους που τους οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση (δηλ. χωρίς καμία απολύτως αιτιολογία) και χωρίς καμία επιπλέον οικονομική επιβάρυνση εκτός από το άμεσο κόστος της επιστροφής των προϊόντων.
Ο προμηθευτής είναι υποχρεωμένος να αναρτήσει στην ιστοσελίδα του σχέδιο δήλωσης υπαναχώρησης προς χρήση από τους καταναλωτές. Η Οδηγία μάλιστα παρέχει και προαιρετικό πρότυπο της δήλωσης αυτής ώστε να το χρησιμοποιήσουν οι προμηθευτές αν το επιθυμούν.
Σε περίπτωση που ο προμηθευτής δεν παράσχει στον καταναλωτή τις αναγκαίες κατά το νόμο λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από την ηλεκτρονική αγοραπωλησία τότε ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να ασκήσει την υπαναχώρηση έως και 12 μήνες από τη λήψη της υπηρεσίας ή του αγαθού.
Σε περίπτωση, τέλος, άσκησης της υπαναχώρησης και επιστροφής του προϊόντος από τον καταναλωτή, τότε ο προμηθευτής οφείλει να επιστρέψει κάθε πληρωμή που έλαβε από τον αγοραστή/καταναλωτή για την ηλεκτρονική αγοραπωλησία χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα πληρωμής με εκείνα που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως ο καταναλωτής για την αρχική πληρωμή και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε κάθε περίπτωση πάντως εντός 14 ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση για την επιθυμία του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Άρα δεν μπορεί ο έμπορος λ.χ. να υποχρεώσει τον καταναλωτή να αγοράσει άλλο προϊόν ή υπηρεσία έναντι εκείνου για το οποίο υπαναχώρησε.
Τα ηλεκτρονικά καταστήματα θα πρέπει άρα να προσαρμόσουν τόσο τα συστήματά τους (αποθήκες, πληρωμές, μεταφορείς) όσο και τις ίδιες τις ιστοσελίδες τους στις ανωτέρω αλλαγές με την εναρμόνιση της Οδηγίας αυτής στο ελληνικό δίκαιο η οποία αναμένεται να γίνει κατά πάσα πιθανότητα μέχρι το τέλος του έτους.

Πηγή: epixeiro.gr